-
1 συντέλεια
συντέλεια, ἡ, (Aσυντελέω 11
) joint contribution for the public burdens,χρημάτων σ. ποιῆσαι D.18.237
;σ. φόρου D.C.42.6
; εἰς σ. ἄγειν τὰς χορηγίας, i.e. to leave the choregia to be defrayed by subscription, not by a single person, D.20.23; μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ibid.;πρὸς σ. χρημάτων Arist.Rh.Al. 1423b1
.2 metaph., Pl.Lg. 905b; ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου ς., i.e. instruction, Aristid.2.226 J.3 = collatio, (compulsory) provision of recruits, εἰς τὴν τῶν τειρώνων ς. KeilPremerstein Dritter Bericht p.87 (inc. loc.); συντελείας βουργαρίων.. ἄνεσιν prob. in SIG880.52 (Pizus, iii A.D., cf. JRS8.26 sqq.).II at Athens, a body of citizens who contributed jointly to bear public burdens (cf.συντελής 1
), Antipho Fr.56; αἱ σ. τῶν τριηράρχων Decr. ap.D.18.105, cf. 106.2 generally, company, ὦ ξυντέλεια (sc. θεῶν), of the gods, who separately were called τέλειοι, A.Th. 251, cf. Sch. ad loc.3 union of communities grouped together or united to a larger state, Plb.5.94.1, D.S.5.80, Plu.Comp.Phil.Flam. 1, Paus.7.15.2, OGI565.13 ([place name] Oenoanda).III the consummation of a scheme, opp. ἐπιβολή, Plb.1.3.3, cf. 3.1.5;σ. ἐπιτεθεικὼς τοῖς ἔργοις Id.11.33.7
; σ. σχεῖν, λαμβάνειν, Id.1.4.3, 4.28.3, cf. SIG695.13 (Magn. Mae., ii B.C.), Plu.Per.13;εἰς σ. ἐλθεῖν Plb.2.40.6
;ἡ σ. τῆς ἐπιβολῆς Id.5.32.3
;ἡ σ. τοῦ ἀγῶνος IG7.2712.78
, 82 ([place name] Acraephia);τοῦ πολέμου OGI327.6
(Pergam., ii B.C.), Plb.4.28.5;τῶν ἔργων PPetr.3p.109
(iii B.C.); τὰν τῶν μυστηρίων καὶ τᾶν θυσιᾶν ς. IG5(1).1390.184 (Andania, i B.C.);καταθύμιος λογισμῶν συντέλεια Vett.Val.173.11
; completion, end,τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX De.11.12
;τοῦ διεληλυθότος ἔτους POxy.1270.42
(ii A.D.);αἰῶνος Ev.Matt. 13.39
; ποιῆσαι εἰς ς. make an end of, LXX Ez.20.17; ἀνέβη σ. τῆς πόλεως εἰς οὐρανόν ib.Jd.20.40; full realization,τῶν τελῶν Phld.Rh.2.86
S.V in Grammar, completed action, Demetr.Eloc. 214, A.D.Synt.205.14, EM 472.23.VI = ἐντελέχεια, reality, Ocell.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέλεια
-
2 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
3 χρῄζω
χρῄζω, Thgn.958, A.Pr. 376, Ar.Nu. 891 (anap.), Th.3.109, etc.; in [dialect] Att. hardly found exc. in [tense] pres. and [tense] impf. (but v. infr. 11): [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] χρηΐζω, as always in Hom., and Hdt.1.41, 5.19, 30, 9.87; written [full] χρηιίζω, SIG57.41 (Milet., v B. C.); also [full] χρεΐζω, Herod.7.64; [dialect] Dor. [full] χρῄζω SIG56.23 (Argos, v B. C.); also [full] χρήζω ib.1006.3 (Cos, iii B. C.); [full] χρείζω ib.953.27 (Calymna, ii B. C.): sicil. [dialect] Dor. [full] χρῄσδω Theoc.8.11; Megar.[dialect] Dor. [full] χρῄδδω Ar.Ach. 734: [tense] fut.Aχρῄσω Ti.Locr.99a
, [dialect] Ion.χρηΐσω Hdt.7.38
: [tense] aor. [dialect] Ion. χρηΐσαι prob. Id.5.65; part. χρηΐσας ib.20, 7.38: ([etym.] χρή):—want, lack, have need of, c. gen.,χρηΐζοντα.. ἰητῆρος Il.11.835
;εἴρετο.. ὅττευ χρηΐζων ἱκόμην Od.17.121
, cf. 558; ; δύο χρῄσει [μεσοτάτων] Ti.Locr. l. c.: abs. in part. needy, poor,Od.
11.340, Hes.Op. 351.2 desire, long for, crave, χρηΐζειν ἀπεόντος ib. 367;τοῦτον ὦν δοκέω.. ποιήσειν ὧν ἂν χρηΐζωμεν Hdt.5.30
;χρημάτων χ. Id.9.87
; ; τοῦ μακροῦ χ. βίου Soph.Aj.473: rarely c. acc., ;ὥστ' ἄλλα χρῄζειν S.OT 595
, cf. E.Supp. 123; an inf. may freq. be supplied, φράζε.. ὅ τι χρῄζεις (sc. φράζειν) Ar.Nu. 359, cf. 453 (both anap.); ἴθ' ὅποι χρῄζεις (sc. ἰέναι) ib. 891(anap.), cf. Th. 751, A.Pr. 928, S.OT 365; τί δῆτα χρῄζεις; ib. 622, OC 643.b c. acc. pers. et inf., ask or desire that one should do a thing, Hdt.1.41, 112, 152, al.; so c. gen. pers. et inf., desire of one to do, Id.5.19,65, 9.55; in Trag., c. inf. only, desire to do a thing, A.Pr. 235, 285, al., S.OT 91, E.Hec. 347, etc.: rare in Prose, Th.3.109, X.Cyr.1.6.15.c c. dupl. gen. pers. et rei, τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα hdt.7.53.d χρῄζειν παρά τινος c. inf., Ps.-Hdt.Vit.Hom.17.3 part. χρῄζων is used abs. for εἰ χρῄζει, if one will, if one chooses, Thgn. 958, A.Ch. 340 (anap.); ἄλλα φανεῖ χρῄζων (sc. Ἑρμῆς) if propitious, ib. [815] (lyr.);ἢν τὸν θεὸν χρῄζοντ' ἔχῃ E.Supp. 597
; ποταγγελλέτω ὁ χρῄζων, = ὁ βουλόμενος, IG12(1).677.34 ([place name] Ialysus); also your solicitation, E.IA .II [voice] Pass., χρησθείς is f. l. in S.Ant.24.------------------------------------
См. также в других словарях:
συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αργυρόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας Βυζαντινών λογίων. 1. Ιωάννης (περ. 1415 – 1487). Λόγιος και σοφός της Αναγέννησης. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, παραβρέθηκε στη σύνοδο της Φεράρα και Φλωρεντίας (1438) ως απλός διάκονος και ασχολήθηκε με την εκμάθηση… … Dictionary of Greek
Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
Αδαμίτης, Γεώργιος — (18ος αι.). Λόγιος από την Τραπεζούντα. Χρημάτισε δάσκαλος στην ελληνική σχολή Βουκουρεστίου, τη γνωστή ως αυθεντική. Στον κώδικα αρ. 65 της βιβλιοθήκης της Βουλής σώζεται έργο του με τον τίτλο Διάλογος αμαρτωλού προς την Θεοτόκο και της Θεοτόκου … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ИОАСАФ ДИОНИСИАТ — [греч. ᾿Ιωάσαφ ὁ Διονυσιάτης] (нач. XIX в. (?), Сере, ныне Серес, Греция 17.02.1866, мон рь прп. Дионисия, Афон), иером., дидаскал, греч. мелург. Дата смерти И. Д. известна благодаря ремарке в Книге монастыря прп. Дионисия (Βραβεῖον τῆς μονῆς… … Православная энциклопедия
λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… … Dictionary of Greek
συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek